μερσί

μερσί
ευχαριστώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. merci < λατ. merces, -edis «μισθός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μερσί — άκλ. (λ. γαλλ.), ευχαριστώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μέρσισαϊντ — (Merseyside). Κομητεία (652 τ. χλμ., 1.403.400 κάτ. το 2001) στο βορειοδυτικό τμήμα του Ηνωμένου Βασιλείου. Συνορεύει στα Β. με το Λανκασάιρ, στα Α με την ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή του Μάντσεστερ, στα Ν με το Τσέσαιρ και στα Δ με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”